- πεζούς
- πεζόςon footmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… … Dictionary of Greek
Άκτιο — Ακρωτήριο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι από την Πρέβεζα, που απέχει από αυτήν μόλις 725 μ. Στο ακρωτήριο υπήρχε από τον 5ο αι. π.Χ. ο περίφημος ναός του Ακτίου Απόλλωνα. Κάθε δύο χρόνια γίνονταν ιππικοί… … Dictionary of Greek
Κάννες — (Cannae). Αρχαίο χωριό της νότιας Ιταλίας, χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Οφάντο. Ονομαζόταν επίσης και Κάννα ή Κάννη. Ανασκαφές στην περιοχή αποκάλυψαν πως το σημείο εμφάνιζε ίχνη κατοίκησης από την πρώιμη εποχή του χαλκού. Κατά τους… … Dictionary of Greek
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Χάλστατ — (Hallstatt). Τοποθεσία επί της ομώνυμης λίμνης, κοντά στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, όπου εξερευνήθηκε, από τα μέσα του 19ου αι. έως σήμερα, μια προϊστορική νεκρόπολη με περισσότερους από 1.200 τάφους, η οποία έδωσε την ονομασία της στον… … Dictionary of Greek
TACTICE — Graece Τακτικὴ, aciem instruendi Ars; unde Tactici Scriptores, qui de ordinibus militaribus literis quae dam consignârunt, dicti sunt, Quantum vero insit in acie disponenda instruendaque momenti, cum res ipsa, tum Vegetius docet, l. 3. c. 14. Nam … Hofmann J. Lexicon universale
Σκιρίτης — ὁ, θηλ. Σκιρῑτις, ίτιδος, ΜΑ [Σκῑρος] 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Σκιρῑται οι κάτοικοι τής επαρχίας Σκιρίτιδος 2. το θηλ. δωδεκάπολη τής Καρίας αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) επίλεκτο σώμα τού σπαρτιατικού στρατού, αποτελούμενο από εξακόσιους πεζούς … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek